склонять на свою сторону
From LSJ
Russian > Greek
ἱλάσκομαι, προσλαμβάνω, ἀνακτάομαι, ἐξομιλέω, προμαλάσσω, προμαλάττω, ἰδιοποιέομαι, ἐπιγνάμπτω, καθομιλέω, εὐμενίζομαι, κατεργάζομαι, προσκτάομαι, ἀναλαμβάνω, ὑποικουρέω, μνηστεύω
ἱλάσκομαι, προσλαμβάνω, ἀνακτάομαι, ἐξομιλέω, προμαλάσσω, προμαλάττω, ἰδιοποιέομαι, ἐπιγνάμπτω, καθομιλέω, εὐμενίζομαι, κατεργάζομαι, προσκτάομαι, ἀναλαμβάνω, ὑποικουρέω, μνηστεύω