ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
ἀστεῖος, περίεργος, ὑπόθηλυς, λεπτός, μουσικός, ὀξυμέριμνος, τεχνητικός, γλαφυρός