risk
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. κίνδυνος, ὁ, τό δεινόν, or pl., ἀγών, ὁ.
dangerous enterprise: P. and V. κινδύνευμα, τό (Plato).
without risk, adj.: P. ἀκίνδυνος, adv., P. and V. ἀκινδύνως.
run risks: Ar. and P. κινδυνεύειν, παρακινδυνεύειν, ἀποκινδυνεύειν, P. διακινδυνεύειν, κίνδυνον ἀναρρίπτειν, V. τρέχειν ἀγῶνα, κίνδυνον ἀναβάλλειν, κίνδυνον ῥίπτειν.
I withdrew the money for them at the risk of my life: P. ἐξεκόμισα αὐτοῖς τὰ χρήματα κινδυνεύσας περὶ τοῦ σώματος (Isoc. 388A).
share a risk with others, v.: P. συγκινδυνεύειν (absol. or dat.), συνδιακινδυνεύειν μετά (gen.).
verb transitive
hazard: Ar. and P. παραβάλλεσθαι, παρακινδυνεύειν, κινδυνεύειν (dat. or περί, gen.), P. ὑποτιθέναι, V. παραρρίπτειν, προβάλλειν, προτείνειν; see also endanger.
risk everything: P. διακινδυνεύειν (absol.).
risking war against the Argives: V. κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἄρη (Eur., Rhesus 446).
who will risk incurring reproaches: V. τίς παραρρίψει… ὀνείδη λαμβάνων (Soph., Oedipus Rex 1493).