διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
P. and V. παλαιός, ἀρχαῖος, Ar. and V. παλαιγενής, V. παλαίφατος.
long existing: V. δηναιός.
from time immemorial: P. ἐκ παλαιτάτου.