δηναιός

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δηναιός Medium diacritics: δηναιός Low diacritics: δηναιός Capitals: ΔΗΝΑΙΟΣ
Transliteration A: dēnaiós Transliteration B: dēnaios Transliteration C: dinaios Beta Code: dhnaio/s

English (LSJ)

δηναιή, δηναιόν, Dor. δᾱναιός, ά, όν,
A long-lived, Il.5.407; δ. κλέος Theoc.16.54; long-continued, ὁδοιπορίη IG14.1780; χρόνος A.R.4.1547; βίος AP6.39.7 (Arch.): neut. as adverb, Man.3.143.
2 aged, κόραι A.Pr.794; ancient, θρόνοι ib.912 (and in Eu.846(lyr.), δαναιᾶν should be restored with Dindorf for δαμαίων, cf. Call.Fr. 105); ἀοιδοί Id.Jov.60; worn out, δένδρα Hsch.
II after a long time, δ. εἰσαφίκοντο A.R.4.645; late come, long absent, ἀδελφεός Opp.H.4.154: neut. δηναιόν, as adverb, A.R.3.590: so pl., δηναιά Maiist.8.
III personified, Θόωσα and Δηναιή, Overspeed and Loitering, Emp.122.3.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): dór. δᾱναιός A.Eu.879, Hsch.δ 239
• Morfología: [dór. plu. gen. fem. δαναιᾶν A.l.c.; dat. masc. δηναιοῖσι AP 8.33 (Gr.Naz.)]
I 1expr. duración gener. que dura mucho tiempo, de larga duración, de pers. longevo οὐ δ. ὃς ἀθανάτοισι μάχηται Il.5.407
de abstr. perdurable, imperecedero, eterno κλέος Theoc.16.54
prolongado, largo χρόνος A.R.4.1547, γῆρας A.R.2.183, ὁδοιπορίη IUrb.Rom.1254 (II/III d.C.), πόνοι AP l.c., de las estrellas AP 9.25 (Leon.)
como pred. δηναιοὶ ... εἰσαφίκοντο llegaron tras largo tiempo A.R.4.645, cf. 3.53, Opp.H.4.154.
2 expr. duración, en rel. c. el pres. que dura desde hace tiempo, antiguo, inmemorial de cosas y abstr. τιμαί A.Eu.879, θρόνοι A.Pr.912, Ἅλς Lyc.145, τεθμός Call.Fr.100.2
por ext. viejo, estropeado σαγηναίοιο λίνου ... λείψανα AP 6.192 (Arch.), δένδρα Hsch.
de pers. anciano, de edad κόραι ref. a las Fórcides, A.Pr.794.
3 no expr. duración, en rel. c. el pasado, de pers. que vivió hace mucho tiempo, antiguo δηναιοὶ δ' οὐ πάμπαν ἀληθέες ἀοιδοί los antiguos aedos no eran totalmente veraces Call.Iou.60.
II neutr. como adv.
1 δηναιόν = durante largo tiempo A.R.3.590, ἀχνύμενος δ. ἀνεψίοιο δαμέντος llorando largo tiempo la muerte de su primo Q.S.3.295, cf. AP 6.39 (Arch.), Man.3.143, Gr.Naz.M.37.1325A, δ. ἔχεσθαι demorarse largamente A.R.1.334.
2 δηναιά = hace mucho tiempo <πα>τ<ρ>ὸς δ' οἱ δ. πατὴρ ἐκόμισσεν ἀπ' αὐτῆς Μέμφιδος Maiist.37.
III personif. Δηναίη = Tardanza, Demora op. ΘόωσαRapidez’, Emp.B 122.3.
• Etimología: Deriv. de δήν q.u.

German (Pape)

[Seite 567] lange dauernd, von δήν, vgl. Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 2, 215. Bei Homer einmal, Iliad. 5, 407 οὐδὲ τὸ οἶδε κατὰ φρένα Τυδέος υἱός, ὅττι μάλ' οὐ δηναιὸς ὃς ἀθανάτοισι μάχηται, οὐδέ τί μιν παῖδες ποτὶ γούνασι παππάζουσιν ἐλθόντ' ἐκ πολέμοιο: μάλ' οὐ δηναιός = οὐ μάλα δηναιός, »daß der nicht lange lebt«, δηναιός verbunden mit οὔ und μάλα in derselben Weise wie δήν mit οὔ und μάλα in der Formel μίνυνθά περ, οὔ τι μάλα δήν, s. s. v. δήν. – Folgende: κλέος Theocr. 16, 54; γῆρας, χρόνος, Ap. Rh. 2, 183. 4, 1547; βίος Archi. 11 (VI, 39); – δηναιόν adverbial, Ap. Rh. 3, 590; – alt; Φορκίδες δηναιαὶ κόραι Aesch. Prom. 794; θρόνοι, des Saturn, 912; ἀοιδοί Call. Iov. 60; – nach langer Zeit, spät, δηναιοὶ ἀφίκοντο Ap. Rh. 4, 645. – Bei Empedocl. 13 als nom. pr., Θόωσα καὶ Δηναιή, Übereilung und Versäumniß.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 qui dure longtemps, de longue durée ; qui vit longtemps;
2 qui dure depuis longtemps, antique, ancien, vieux.
Étymologie: δήν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δηναιός -ά -όν [δήν] langdurig:. οὐ δηναιὸς ὃς ἀθανάτοισι μάχηται wie met onsterfelijken strijdt leeft niet lang Il. 5.407. bejaard:. δηναιαὶ κόραι bejaarde maagden Aeschl. PV 794.

Russian (Dvoretsky)

δηναιός: дор. δᾱναιός 3
1 стародавний, древний (Φορκίδες κόραι Aesch.);
2 долгий, долговечный (κλέος Theocr.; βίος Anth.): μάλ᾽ οὐ δ. Hom. недолговечный.

English (Autenrieth)

(δϝήν): long-lived, Il. 5.407†.

Greek Monolingual

δηναιός, -ή, -όν και δωρ. τ. δαναιός, -ά -όν (Α)
1. μακροχρόνιος, διαρκής
2. γέροντας
3. αρχαίος, παλαιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεωρήθηκε σύνθετη από τα δην και αιFos, παράλληλο τ. του αιών, πράγμα πιο πιθ. από την υπόθεση ότι προέρχεται από δην + (επίθημα) -αιος κατά τα αρχαίος, παλαιός κ.ά.].

Greek Monotonic

δηναιός: -ή, -όν, Δωρ. δᾱναιός, , -όν (δήν
1. μακρόβιος, πολυχρόνιος, μακροζώητος, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
2. γηραιός, παλιός, αρχαίος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

δηναιός: -ή, -όν, Δωρ. δᾱναιός, ά, όν, μακροχρόνιος, διαρκής, Ἰλ. Ε. 407· δ. κλέος Θεόκρ. 16. 54· ἐπὶ μακρὸν διαρκέσασα, ὁδοιπορίη Συλλ. Ἐπιγρ. 6255. 2) γέρων, ἡλικιωμένος, κόραι Ἀισχύλ. Πρ. 794· παλαιός, ἀρχαῖος, θρόνοι αὐτ. 912 (καὶ ἐν Εὐμ. 845 δαναιᾶν πρέπει νὰ διορθωθῇ κατὰ Λ. Δινδόρφ. ἀντὶ δαμίαν ἢ δαμαύαν), Καλλ. Ἀποσπ. 105. ΙΙ. ὀψέ, ἀργά, Λατ. serus, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 645· δηναιόν, ὡς ἐπίρρ., ὁ αὐτ. Γ. 590·‒ Θόωσα καὶ Δηναιή, ἡ Ταχύτης καὶ ἡ Βραδύτης, Ἐμπεδ. 24.

Middle Liddell

[δήν]
1. long-lived, Il., Theocr.
2. old, aged, ancient, Aesch.

English (Woodhouse)

long existing

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)