ὁριστός
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
ή, όν,
A definable, Arist.Metaph. 998b6, Plu.2.720b, A.D.Pron.27.18,al. 2 of land, delimited, Abh. Berl.Akad.1925(5).21 (Cyrene).
Greek (Liddell-Scott)
ὁριστός: -ή, -όν, οὗ δύναταί τις νὰ δώσῃ τὸν ὁρισμόν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 3, Πλούτ. 2. 720Β.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
déterminé, défini ; qu’on peut déterminer, définir.
Étymologie: ὁρίζω.
Greek Monolingual
ὁριστός, -ή, -όν (Α) ορίζω
1. αυτός που είναι δεκτικός ορισμού, που μπορεί να οριστεί
2. (για κτήμα) καθορισμένο με όρια, οριοθετημένο.
Russian (Dvoretsky)
ὁριστός: определяемый, определенный: οἱ ὁρισμοὶ καὶ τὰ ὁριστά Arst. определения и их содержания.