γόμφωσις
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
εως, ἡ,
A bolting together, Sch. Theoc.7.105. II a mode of articulation, Gal.2.738. 2 framework of the body, Eun.VSp.474B.
German (Pape)
[Seite 501] ἡ, das Verbinden durch γόμφοι, Schol. Theocr. 7, 105; vom Knochenverband, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
γόμφωσις: -εως, ἡ, σύμπηξις, συναρμογὴ διὰ γόμφων, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 7. 105. ΙΙ. τρόπος ἀρθρώσεως, Γαλην. 2. 738.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 ensambladura χρίουσι δὲ αὐτῇ τὰς τῶν σανίδων γομφώσεις Sch.Theoc.7.105.
2 anat. gónfosis un tipo de articulación ἡ δὲ γόμφωσις συνάρθρωσίς ἐστι κατ' ἔμπηξιν Gal.2.738
•del cuerpo armazón τῆς γομφώσεως καὶ πήξεως διαλυομένης Eun.VS 474.