διασχισμός
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
English (LSJ)
ὁ,
A = διάσχισις, Sch.A.Supp.131. II metaph., dissension, BGU923.21 (i/ii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
διασχισμός: ὁ, = διάσχισις, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1118.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 acción de rasgar, desgarramientode un vestido, Sch.A.Supp.131
•acción de atravesarcon la lanza, Eust.1108.18.
2 fig. disensión, desavenencia ἔδειξε ἀρχὴν διασχισμοῦ BGU 923.21 (I/II d.C.).
Greek Monolingual
διασχισμός, ο (Α)
1. διάσχιση
2. διχόνοια, φιλονικία.