Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διάσχιση

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

η (Α διάσχισις)
διαίρεση, διαχωρισμός, σχίσιμο
νεοελλ.
1. διαδρομή, διάπλουςδιάσχιση του αέρα»)
2. ανώμαλη και βίαιη λύση της συνέχειας τών σαρκών
3. ναυτ. η διάνοιξη μεγάλων σχισμών με μαχαίρι σε ιστίο για να μπορέσει, σε περίπτωση θύελλας, να περάσει ο άνεμος
αρχ.
(για δρόμο) σχισμή, ρωγμή.