κατόμβριμος
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
Full diacritics: κατόμβριμος | Medium diacritics: κατόμβριμος | Low diacritics: κατόμβριμος | Capitals: ΚΑΤΟΜΒΡΙΜΟΣ |
Transliteration A: katómbrimos | Transliteration B: katombrimos | Transliteration C: katomvrimos | Beta Code: kato/mbrimos |
ον,
A rainy, ἔτος Orph.Fr.252.
κατόμβριμος, -ον (Α)
βροχερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὄμβριμος «βροχερός»].