ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
Full diacritics: νόσευμα | Medium diacritics: νόσευμα | Low diacritics: νόσευμα | Capitals: ΝΟΣΕΥΜΑ |
Transliteration A: nóseuma | Transliteration B: noseuma | Transliteration C: nosevma | Beta Code: no/seuma |
ατος, τό,
A sickness, Hp.Aër.7 (pl.).
[Seite 263] τό, Krankheit, Hippocr.
νόσευμα: τό, νόσος, ἀσθένεια, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283.
νόσευμα, τὸ (Α) νοσεύομαι
νόσος, ασθένεια.