ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Full diacritics: νυκτοφαίνουσα | Medium diacritics: νυκτοφαίνουσα | Low diacritics: νυκτοφαίνουσα | Capitals: ΝΥΚΤΟΦΑΙΝΟΥΣΑ |
Transliteration A: nyktophaínousa | Transliteration B: nyktophainousa | Transliteration C: nyktofainousa | Beta Code: nuktofai/nousa |
ἡ, =
A Nocticula, i.e. Noctiluca, Gloss.
νυκτοφαίνουσα, ἡ (Α)
αυτή που λάμπει τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + φαίνω / φαίνομαι].