στίξις
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
English (LSJ)
εως, ἡ, (στίζω)
A marking, e.g. of musical notes, Anon. Bellerm.p.79. 2 spot or mark, Sch.A.R.1.221 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
στίξις: ἡ, (στίζω) τὸ στίζειν, σημειοῦν δι’ ὀξέος ὀργάνου, κέντημα, σημείωσις, π.χ. ἡ σημείωσις μουσικῶν φθόγγων, Auctt. Mus. 2) ἡ θέσις στιγμῶν, Βυζ. 3) καθόλου, στιγμὴ ἢ σημεῖον, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 221.