συοβοσκός
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
ὁ,
A swineherd, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
συοβοσκός: ὁ, χοιροβοσκός, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
χοιροβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + -βοσκός (< βόσκω), πρβλ. μηλο-βοσκός, χοιρο-βοσκός.