τυπογράφος
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, or τῠπ-ον, τό,
A certified copy, -γράφου γαμικοῦ copy of marriage lines, Jahresh.18 Beibl.287 (Ephesus, i B. C.).
Greek Monolingual
ο / τυπογράφος, ΝΑ, και τυπογράφος, η, Ν, και τυπογράφον, τὸ, Α
νεοελλ.
1. τεχνίτης ή επαγγελματίας που ασχολείται με την τυπογραφία
2. (ειδικά) στοιχειοθέτης
(