φιλοχαρής

From LSJ
Revision as of 21:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοχᾰρής Medium diacritics: φιλοχαρής Low diacritics: φιλοχαρής Capitals: ΦΙΛΟΧΑΡΗΣ
Transliteration A: philocharḗs Transliteration B: philocharēs Transliteration C: filocharis Beta Code: filoxarh/s

English (LSJ)

ές,

   A graceloving, Cat.Cod.Astr.2.171.    2 -χᾰρές, τό, = πράσιον, Plin.HN20.241, Gloss.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που αγαπά την χάρη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοχαρές
ονομασία του φυτού πράσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. εὐ-χαρής, πολυ-χαρής].