ἀποσκληρύνω
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
English (LSJ)
A harden, Hp.Coac.515:—Pass., Arist.Mir.836b5, Thphr.CP3.16.2; ἀπεσκληρυμμένοι, gloss on ναρκώδεις, Erot.
German (Pape)
[Seite 325] dasselbe, Theophr.; ἀπεσκληρυμμένον στέρφος αἰγός Leon. Tar. 11 (VI, 298).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκληρύνω: ποιῶ τι σκληρόν, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 204: - Παθ., Ἀριστ. π. Θαυμ. 81. 3, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 16, 2.
Spanish (DGE)
medic. resecar los tejidos y de ahí endurecer αἱ τοιαῦται καθάρσιες ἀποσκληρύνουσιν Hp.Coac.515, cf. Gal.19.84
•en v. med. endurecerse Arist.Mir.836b5, Thphr.CP 3.16.2, αἰγὸς στέρφος AP 6.298 (Leon.)
•quedarse o ponerse rígido Erot.62.9.
Greek Monolingual
(ΑΜ ἀποσκληρύνω, Α κ. -σκληρῶ, -όω)
καθιστώ κάτι σκληρό ή σκληρότερο από ό,τι ήταν.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσκληρύνω: делать твердым, pass. отвердевать Arst.