εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
Full diacritics: ἐμετός | Medium diacritics: ἐμετός | Low diacritics: εμετός | Capitals: ΕΜΕΤΟΣ |
Transliteration A: emetós | Transliteration B: emetos | Transliteration C: emetos | Beta Code: e)meto/s |
ή, όν,
A vomited, Suid.
ἐμετός: ἴδε ἔμετος ἐν τέλει.
και έμετος, ο (AM ἔμετος)
αντανακλαστικό φαινόμενο από ποικίλες αιτίες κατά το οποίο εξέρχεται από το στόμα το περιεχόμενο του στομάχου
νεοελλ.
αίσθημα αηδίας
αρχ.
τάση για εμετό, αναγούλα.