ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Full diacritics: ἡμιονίτης | Medium diacritics: ἡμιονίτης | Low diacritics: ημιονίτης | Capitals: ΗΜΙΟΝΙΤΗΣ |
Transliteration A: hēmionítēs | Transliteration B: hēmionitēs | Transliteration C: imionitis | Beta Code: h(mioni/ths |
[νῑ], ου, ὁ,
A muleteer, PCair.Zen.4.69 (iii B.C.).
ἡμιονίτης, ὁ, θηλ. ἡμιονῑτις (Α) ημίονος
1. το αρσ. ως ουσ. ο ημιονηγός
2. φρ. «ἵππος ἡμιονῑτις» — φοράδα που κυοφορεί ημίονο
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡμιονῑτις
(φυτ.) είδος φτέρης.