ὑγραντικός

From LSJ
Revision as of 16:45, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑγραντικός Medium diacritics: ὑγραντικός Low diacritics: υγραντικός Capitals: ΥΓΡΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hygrantikós Transliteration B: hygrantikos Transliteration C: ygrantikos Beta Code: u(grantiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for wetting or moistening, τῆς ἕξεως Diph. Siph. ap. Ath.2.59b, cf. Gal.15.735, Ptol.Tetr.18.

German (Pape)

[Seite 1171] zum Benetzen, Anfeuchten geschickt, bei Ath. II, 59 b.

Greek (Liddell-Scott)

ὑγραντικός: -ή, -όν, ἁρμόδιος πρὸς ὕγρανσιν, τῆς ἕξεως Δίφιλ. Βίον. παρ’ Ἀθην. 59Β, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 215.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑγραντικός, -ή, -όν, ΝΑ ὑγραίνω
αυτός που προκαλεί ή είναι κατάλληλος για ύγρανση.