βλάστησις
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
εως, ἡ,
A budding, sprouting, Arist.HA564b2, Thphr.HP3.5.4(pl.).
German (Pape)
[Seite 448] ἡ, das Keimen, Wachsen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
βλάστησις: -εως, ἡ, τὸ βλαστάνειν, ἀναδίδειν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 9, 2 Θεόφρ. Ἱ. Φ. 3. 5, 4, κ. ἀλλ.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
germinación, brote de plantas, frec. op. la maduración, Menest.4, οὐδὲ β. ἐν θέρει Hp.Hebd.4, β. καὶ οἱ καρποί Thphr.CP 2.11.7 (= Democr.A 162), en primavera, Arist.HA 564b2, cf. Thphr.HP 3.5.4.
Russian (Dvoretsky)
βλάστησις: εως ἡ произрастание, рост (δένδρων Arst.; καλάμου Plut.).