διάπνοια
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ἡ, = foreg.1, Poll.2.219, Gp. 7.6.10, Simp.in Cael.524.10. II opening, gap, Pall.inHp.Fract. 12.283C.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
paso o salida del aire, medic. respiración σφυγμός ἐστι διαστολὴ καὶ συστολὴ κατὰ διάπνοιαν καρδίας καὶ ἀρτηριῶν Ath.Med. en Gal.8.757, ὁ ἄνεμος ... ἀκίνητος μένει ὡς ἐπὶ τῶν οἴκων τῶν μὴ ἐχόντων διάπνοιαν el aire ... permanece quieto, como en las casas que no tienen ventilación Simp.in Cael.524.10, cf. Poll.2.219, Pall.in Hp.Fract.50.17, 74.11, δεῖ ... οἶνον ... ἐμβάλλεσθαι ... ἕως ὑποκάτω μικρὸν τοῦ τραχήλου, ὥστε ... διάπνοιαν ἔχειν Gp.7.6.10.