μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
Full diacritics: μονασμός | Medium diacritics: μονασμός | Low diacritics: μονασμός | Capitals: ΜΟΝΑΣΜΟΣ |
Transliteration A: monasmós | Transliteration B: monasmos | Transliteration C: monasmos | Beta Code: monasmo/s |
ὁ,
A solitary life, solitude, Eust.636.36.
[Seite 201] ὁ, einsames, bes. Mönchs-Leben, K. S.
μονασμός: ὁ, (μονάζω) βίος μοναχικός, ἐρημία, «μοναξία», Εὐστ. 636. 36.
μονασμός, ὁ (ΑΜ) μονάζω
μοναχικός βίος, απομόνωση, μοναξιά.