ἰχνηλασία
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ἡ, (ἐλαύνω)
A tracking out, search, Them.Or.13.165d.
German (Pape)
[Seite 1277] ἡ, das Spurverfolgen, Poll. 5, 11, so richtiger als ἰχνηλατία, vgl. Lob. zu Phryn. 507.
Greek Monolingual
ἡ (Α ἰχνηλασία) ιχνηλάτης
το έργο του ιχνηλάτη, ανίχνευση, παρακολούθηση τών ιχνών, αναζήτηση.