λιθόσπερμον
From LSJ
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
English (LSJ)
τό,
A gromwell, Lithospermum officinale, Dsc.3.141, Ps.-Gal.19.694.
German (Pape)
[Seite 46] τό, Steinsaamen, eine Pflanze, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθόσπερμον: τό, φυτόν τι ἔχον φύλλα ὅμοια ἐλαίας, μακρότερα δὲ καὶ πλατύτερα, σπέρμα δὲ λιθῶδες ὀρόβῳ μικρῷ ἴσον, gromuell, Διοσκ. 3. 158, Γαλην., Πλίν.