θανατοποιός

From LSJ
Revision as of 14:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί → woe unto you scribes and Pharisees hypocrites

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰνᾰτοποιός Medium diacritics: θανατοποιός Low diacritics: θανατοποιός Capitals: ΘΑΝΑΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: thanatopoiós Transliteration B: thanatopoios Transliteration C: thanatopoios Beta Code: qanatopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A causing death, Sch.S.Tr.858.

German (Pape)

[Seite 1186] Tod bewirkend, Schol. Soph. Tr. 869.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰνᾰτοποιός: -όν, προξενῶν θάνατον, Σχόλ. Σοφ. Τρ. 869.

Greek Monolingual

θανατοποιός, -όν (AM)
αυτός που προκαλεί ή επιφέρει τον θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + -ποιος (< ποιώ), πρβλ. θαυματο-ποιός, σκηνο-ποιός.