εὔσειστος

From LSJ
Revision as of 15:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖModestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt

Menander, Monostichoi, 157
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔσειστος Medium diacritics: εὔσειστος Low diacritics: εύσειστος Capitals: ΕΥΣΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eúseistos Transliteration B: euseistos Transliteration C: eyseistos Beta Code: eu)/seistos

English (LSJ)

ον,

   A liable to earthquakes, Str.10.1.9.

German (Pape)

[Seite 1097] leicht zu erschüttern, bes. den Erderschütterungen ausgesetzt, Strab. X p. 447 n. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

εὔσειστος: -ον, εἰς σεισμοὺς ὑποκείμενος, Στράβ. 447.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔσειστος, -ον)
1. αυτός που σείεται ή μπορεί εύκολα να σειστεί
2. (για περιοχές) σεισμοπαθής, με συχνές σεισμικές δονήσεις
μσν.
ευκίνητος, εύστροφος.