μηνυτρίζομαι
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
English (LSJ)
Pass.,
A to be reported by a claimant for a μήνυτρον, c. inf., PCair.Zen.15v.3,28 (iii B. C.); gloss on μηνύομαι, Hsch.
Greek Monolingual
μηνυτρίζομαι (Α) μήνυτρον
αναφέρομαι ως πληροφορία για να δοθεί αμοιβή σε εκείνον που τήν έδωσε.