μηνυτρίζομαι

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηνυτρίζομαι Medium diacritics: μηνυτρίζομαι Low diacritics: μηνυτρίζομαι Capitals: ΜΗΝΥΤΡΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: mēnytrízomai Transliteration B: mēnytrizomai Transliteration C: minytrizomai Beta Code: mhnutri/zomai

English (LSJ)

Pass., be denounced with a price on one's head, to be reported by a claimant for a μήνυτρον, c. inf., PCair.Zen.15v.3,28 (iii B. C.); Glossaria on μηνύομαι, Hsch.

Greek Monolingual

μηνυτρίζομαι (Α) μήνυτρον
αναφέρομαι ως πληροφορία για να δοθεί αμοιβή σε εκείνον που τήν έδωσε.