καινοχωρισμός

From LSJ
Revision as of 21:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the titlefree' is worth everything

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοχωρισμός Medium diacritics: καινοχωρισμός Low diacritics: καινοχωρισμός Capitals: ΚΑΙΝΟΧΩΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kainochōrismós Transliteration B: kainochōrismos Transliteration C: kainochorismos Beta Code: kainoxwrismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A renewed execution, συναλλάξεως POxy.1644.19 (i B. C.).

Greek Monolingual

καινοχωρισμός, ὁ (Α)
πάπ. η εκ νέου, η καινούργια κατάθεση, η εκ νέου εκτέλεση («καινοχωρισμὸς συναλλάξεως»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + χωρισμός (< χωρίζω)].