κωθωνίζω
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
English (LSJ)
A make drunken, Hsch., Phot.:—Pass., drink hard, κ. ταῖς μεγάλαις (sc. κύλιξι) Arist.Pr.872b28, cf. LXXEs.3.15, Mnesith. ap.Ath.11.484a, Phylarch.1 J., Gal.UP4.13; κ. ἀφ' ἡμέρας, de die potare, Plb.23.5.9; κεκωθωνισμένος inebriated, Eub.126, cf. PSI3.172.23 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1541] bechern, zechen, gew. im med., sich bezechen, sich betrinken, bei Ath. XI, 483, βεβρεγμένος ἥκω καὶ κεκωθωνισμένος Eubul. ib. I, 23 b, vgl. Phylarch. ibd. VIII, 334 b; Arist. probl. 3, 14; Pol. 24, 5, 9 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κωθωνίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, μεθύσκω τινά, Φώτ., Ἡσύχ.· ― Παθ., πίνω «’ς τὰ γερά», κ. ταῖς μεγάλαις (δηλ. κύλιξι) Ἀριστ. Προβλ. 3. 12, πρβλ. Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 484Α, 334Β· κ. ἀφ’ ἡμέρας, de die potare, Πολύβ. 24, 5, 9· κεκωθωνισμένος, μεμεθυσμένος, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 5, κτλ.
Greek Monolingual
κωθωνίζω (Α) κώθων
1. κάνω κάποιον να μεθύσει, μεθώ κάποιον
2. μέσ. κωθωνίζομαι
πίνω πολύ, μεθώ («ὁ δὲ βασιλεὺς καὶ Ἀμὰν έκωθωνίζοντο», ΠΔ).