μακρόπνοος

From LSJ
Revision as of 22:06, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρόπνοος Medium diacritics: μακρόπνοος Low diacritics: μακρόπνοος Capitals: ΜΑΚΡΟΠΝΟΟΣ
Transliteration A: makrópnoos Transliteration B: makropnoos Transliteration C: makropnoos Beta Code: makro/pnoos

English (LSJ)

ον, contr. μακρό-πνους, ουν,

   A deep-breathed, or (acc. to others) as Subst. μ., ὁ, deep breathing, Hp.Epid.2.3.7, 6.2.4: metaph., ἕλκεις μ. ζόαν… a wearisome life, E.Ph.1535 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

μακρόπνοος: -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, ὁ κατὰ μακρὰ διαστήματα ἀναπνεόμενος, ἢ (κατ᾿ ἄλλους) ὡς οὐσιαστ., μ., ὁ, ὁ μακρὰ ἀναπνέων, ἀντίθετ. τῷ βραχύπνοος, Ἱππ. 1025C, 1169A· ἕλκεις μακρόπνουν ζωάν, μακρόβιον ζωήν, Εὐρ. Φοίν. 1535.

Greek Monolingual

-η, -ο
βλ. μακρόπνους.

Greek Monotonic

μακρόπνοος: -ον, συνηρ. -πνους, -ουν, αυτός που παίρνει βαθιά ανάσα, αυτός που παρατείνεται για πολύ χρόνο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μακρόπνοος: стяж. μακρόπνους 2 долговременный, продолжительный, долгий (ζωά Eur. - v. l. μακρόπονος).