περιπεφρασμένως
From LSJ
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
English (LSJ)
Adv.
A very thoughtfully, gloss on περιφραδέως, Hsch.
German (Pape)
[Seite 587] adv. part. perf. pass. von περιφράζω, sehr überlegt, überdacht, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
περιπεφρασμένως: Ἐπίρρ., μετὰ πολλῆς περισκέψεως, μετὰ τέχνης, Ἡσύχ. ἐν λ. περιφραδέως.
Greek Monolingual
Α
επιρρ. (κατά τον Ησύχ.) με μεγάλη περίσκεψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιπεφρασμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του περιφράζω].