θετέος
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
α, ον,
A to be countedas, Pl.Epin.984a, Arist.Pol.1277b38. II θετέον, one must establish, ἆθλα Pl.Lg.832e; one must assume, X. Mem.4.2.15; one must reckon, count, τοὺς βαναύσους πολίτας Arist. Pol.1277b35, cf. Satyr.Vit.Eur.Fr.39xv6, etc.; ἐν ἁμαρτίᾳ Ph.2.171.
German (Pape)
[Seite 1204] adj. verb. zu τίθημι, was zu setzen, anzunehmen ist; τούτων ἡμῖν θάτερα θετέα Plat. Epin. 984 a; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θετέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ θέσῃ τις, Πλάτ. Ἐπιν. 984 Α, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 5, 1. ΙΙ. θετέον, δεῖ τιθέναι, Πλάτ. Νόμ. 832 Ε, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 14, κτλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de τίθημι.
Greek Monotonic
θετέος: -α, -ον,
I. ρημ. επίθ., αυτός που τοποθετείται, σε Αριστ.
II. θετέον, αυτό που πρέπει να τεθεί, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
θετέος: adj. verb. к τίθημι.
Middle Liddell
θετέος, η, ον verb. adj.]
I. to be laid down, Arist.
II. θετέον, one must lay down, Xen.