κακομηχανέω
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
A practise base arts, περί τινα Plb.13.3.2.
German (Pape)
[Seite 1301] schlechte Kunstgriffe anwenden, arglistig handeln, περὶ τοὺς φίλους Pol. 13, 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
κακομηχᾰνέω: μηχανῶμαι κακά, περί τινα Πολύβ. 13. 3.2.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκομηχᾰνέω: коварно поступать, плутовать, интриговать (περὶ τοὺς φίλους Polyb.).