μαλακόσαρκος

From LSJ
Revision as of 10:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλᾰκόσαρκος Medium diacritics: μαλακόσαρκος Low diacritics: μαλακόσαρκος Capitals: ΜΑΛΑΚΟΣΑΡΚΟΣ
Transliteration A: malakósarkos Transliteration B: malakosarkos Transliteration C: malakosarkos Beta Code: malako/sarkos

English (LSJ)

ον,

   A with soft flesh, ζῷα Arist.HA486b9; οἱ μ. Id.de An.421a26, cf. Diocl.Fr.135 (Comp.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκόσαρκος: -ον, μαλακὴν ἔχων σάρκα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. 1. 1, 7, Διοκλῆς παρ’ Ἀθην. 305Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μαλακόσαρκος, -ον)
αυτός που έχει μαλακή σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + σάρκα].

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκόσαρκος: имеющий мягкое мясо (ἰχθύες καὶ ὄρνιθες Arst.).