μικροτράχηλος
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A with small cervix, of the womb, Sor.2.56.
Greek Monolingual
μικροτράχηλος, -ον (Α)
(για τη μήτρα) αυτή που έχει μικρό τράχηλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -τράχηλος.