παιδομαθής
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
ές,
A having learnt in childhood, Hp.Lex 2; precociously quick, π. πρός τι Antid.2.5; περὶ τὰ πολεμικά Plb.3.71.6; τινος Longin.44.3.
German (Pape)
[Seite 441] ές, als Kind gelernt habend, früh unterrichtet; Hippocr.; πρός τι, Antidot. bei Ath. VI, 240 c; περί τι, Pol. 3, 71, 6. 89, 5.
Greek (Liddell-Scott)
παιδομαθής: -ές, ὁ μαθὼν ἐν τῇ παιδικῆ αὐτοῦ ἡλικίᾳ, Ἱππ. Λεξ.· π. πρός τι (ἐνταῦθα σημαίνει τὸν προώρως ἐπιδόντα εἴς τι) Ἀντίδοτος ἐν «Πρωτοχόρῳ» 1· περί τι Πολύβ. 3. 71, 6· τινος Λογγῖν. 44. 3.
Greek Monolingual
παιδομαθής, -ές (Α)
1. αυτός που έμαθε, που διδάχθηκε κάτι από την παιδική ηλικία
2. αυτός που ασχολήθηκε και επιδόθηκε σε κάτι πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -μαθής (< μανθάνω)].
Russian (Dvoretsky)
παιδομᾰθής: с детства обученный (περὶ τὰ πολεμικά Polyb.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδομαθής -ές [παῖς, μανθάνω] van jongs af lerend of geleerd.