πλημοχόη
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
ἡ, (πλήμη, χέω)
A earthen vessel for water, E.Fr.592 (anap., = Critias Fr.17 D.), Pamphil. ap. Ath.11.496a, Poll.10.74; used on the last day of the Eleusinian mysteries, which were hence called αἱ πλημοχόαι, Ath.l.c., Hsch.
German (Pape)
[Seite 634] ein irdenes Wassergefäß, Poll. 10, 74; sonst κοτυλίσκος; nach Ath. XI, 496 a σκεῦος κεραμεοῦν βεμβικῶδες ἑδραῖον ἡσυχῆ; dessen man sich am letzten Tage der Eleusinischen Mysterien bediente; dieser hieß dovon πλημοχόαι, αἱ, Ath. a. a. O., vgl. Valck. Diatr. 197.
Greek (Liddell-Scott)
πλημοχόη: ἡ, (πλήμη, χέω) πήλινον ἀγγεῖον ὕδατος, ὡσαύτως καὶ κοτυλίσκος, Εὐρ. Ἀποσπ. 595, Πάμφιλος παρ’ Ἀθην. 496Α· ― ἦτο δὲ ἐν χρήσει κατὰ τὴν τελευταίαν ἡμέραν τῶν Ἐλευσινίων μυστηρίων, ἅπερ ἐντεῦθεν ἐκλήθησαν αἱ πλημοχόαι, Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Καθ’ Ἡσόχ.: «πλημοχόη· τῇ ὑστεραίᾳ τῶν μυστηρίων κοτυλίσκους πληροῦσιν, οὓς καλοῦσι πλημοχόας.»
Greek Monolingual
ἡ, Α
αγγείο που χρησιμοποιούσαν κατά την τελευταία ημέρα τών Ελευσινίων Μυστηρίων («ἐν ᾗ δύο πλημοχόας πληρώσαντες, τὴν μὲν πρὸς ἀνατολάς, τὴν δὲ πρὸς δύσιν ἀνιστάμενοι, ἀνατρέπουσιν, ἐπιλέγοντες ῥῆσιν μυστικήν», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλήμη «πλημμυρίδα» + χοή (< χέω), πρβλ. οινο-χόη, υδρο-χόη].
Russian (Dvoretsky)
πλημοχόη: ἡ глиняный сосуд (употреблявшийся в обрядах последнего дня элевсинских мистерий) Eur.