πλημοχόη

From LSJ
Revision as of 11:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλημοχόη Medium diacritics: πλημοχόη Low diacritics: πλημοχόη Capitals: ΠΛΗΜΟΧΟΗ
Transliteration A: plēmochóē Transliteration B: plēmochoē Transliteration C: plimochoi Beta Code: plhmoxo/h

English (LSJ)

ἡ, (πλήμη, χέω)

   A earthen vessel for water, E.Fr.592 (anap., = Critias Fr.17 D.), Pamphil. ap. Ath.11.496a, Poll.10.74; used on the last day of the Eleusinian mysteries, which were hence called αἱ πλημοχόαι, Ath.l.c., Hsch.

German (Pape)

[Seite 634] ein irdenes Wassergefäß, Poll. 10, 74; sonst κοτυλίσκος; nach Ath. XI, 496 a σκεῦος κεραμεοῦν βεμβικῶδες ἑδραῖον ἡσυχῆ; dessen man sich am letzten Tage der Eleusinischen Mysterien bediente; dieser hieß dovon πλημοχόαι, αἱ, Ath. a. a. O., vgl. Valck. Diatr. 197.

Greek (Liddell-Scott)

πλημοχόη: ἡ, (πλήμη, χέω) πήλινον ἀγγεῖον ὕδατος, ὡσαύτως καὶ κοτυλίσκος, Εὐρ. Ἀποσπ. 595, Πάμφιλος παρ’ Ἀθην. 496Α· ― ἦτο δὲ ἐν χρήσει κατὰ τὴν τελευταίαν ἡμέραν τῶν Ἐλευσινίων μυστηρίων, ἅπερ ἐντεῦθεν ἐκλήθησαν αἱ πλημοχόαι, Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Καθ’ Ἡσόχ.: «πλημοχόη· τῇ ὑστεραίᾳ τῶν μυστηρίων κοτυλίσκους πληροῦσιν, οὓς καλοῦσι πλημοχόας.»

Greek Monolingual

ἡ, Α
αγγείο που χρησιμοποιούσαν κατά την τελευταία ημέρα τών Ελευσινίων Μυστηρίων («ἐν ᾗ δύο πλημοχόας πληρώσαντες, τὴν μὲν πρὸς ἀνατολάς, τὴν δὲ πρὸς δύσιν ἀνιστάμενοι, ἀνατρέπουσιν, ἐπιλέγοντες ῥῆσιν μυστικήν», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλήμη «πλημμυρίδα» + χοή (< χέω), πρβλ. οινο-χόη, υδρο-χόη].

Russian (Dvoretsky)

πλημοχόη: ἡ глиняный сосуд (употреблявшийся в обрядах последнего дня элевсинских мистерий) Eur.