ἀποδυτέον
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
A one must strip, τινά Luc.Herm.38; one must put off, χιτῶνας Porph.Abst.1.31. II (from Pass.) ἀ. ταῖς γυναιξίν they must strip off their clothes, Pl.R.457a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδῠτέον: ῥημ. ἐπίθ. πρέπει τις νὰ ἐκδύσῃ νὰ ἀπογυμνώσῃ, καὶ τοὺς ἄλλους σοι ἀποδυτέον Λουκ. Ἑρμότ. 38. ΙΙ. ἐκ τοῦ Παθ., ἀπ. ταῖς τῶν φυλάκων γυναιξίν, πρέπει αἱ γυναῖκες τῶν φυλάκων ν’ ἀπεκδυθῶσι, Πλάτ. Πολ. 457Α.
Spanish (DGE)
I tr.
1 hay que desnudar c. ac. de pers. τοὺς ἄλλους Luc.Herm.38.
2 hay que quitar c. ac. de cosa χιτῶνας Porph.Abst.1.31.
II intr. hay que desnudarse ἀ. δὴ ταῖς ... γυναιξίν las mujeres deben desnudarse Pl.R.457a.
Greek Monotonic
ἀποδῠτέον: ρημ. επίθ. του ἀποδύω·
I. αυτό που πρέπει κάποιος να απογυμνώσει, τινά, σε Λουκ.
II. και με Παθ. σημ., ἀποδυτέον ταῖς γυναιξίν, αυτό που πρέπει οι γυναίκες να βγάλουν, δηλ. τα ρούχα τους, σε Πλάτ.