καθυπερέχω

From LSJ
Revision as of 12:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθυπερέχω Medium diacritics: καθυπερέχω Low diacritics: καθυπερέχω Capitals: ΚΑΘΥΠΕΡΕΧΩ
Transliteration A: kathyperéchō Transliteration B: kathyperechō Transliteration C: kathyperecho Beta Code: kaqupere/xw

English (LSJ)

   A to be much superior, -έχων, opp. ἥττων, Aristeas 257: c. gen., ἀλόγων ζῴων κ. τῷ ἀρετᾶς ἐπίμοιρος ἦμεν Euryph. ap.Stob.4.39.27; τινι in or by a thing, Plb.2.25.9; γένει Callicrat. ap.Stob.4.28.18: rarely c. acc., ἐξουσίαν κ. Theano Ep.5.4: c. acc. pers. etdat. rei, τὼς ἄλλως ἀρετᾷ Diotog. ap. Stob.4.7.62:—Pass., Ps.Philol. ap.Stob.1.20.2.

German (Pape)

[Seite 1289] = ὑπερέχω; Pol. 2, 25, 9 u. a. Sp.; τινός, Euryph. Stob. fl. 103, 27; τινά, Theano.

Greek (Liddell-Scott)

καθυπερέχω: μέλλ. -ξω, εἶμαι πολὺ ὑπέρτερος, βίος ἀνθρώπω τελήϊος Θεῷ μὲν λείπεται.. ἀλόγων δὲ ζῴων καθυπερέχει Εὐρυφάμου Πυθαγ. π. Βίου παρὰ Στοβ. 555. 41· τινί, ἔν τινι ἢ κατά τι, καθυπερεχόντων τῶν Κελτῶν τῇ τόλμῃ καὶ τῷ πλήθει Πολύβ. 2. 25, 9. Καλλικρ. παρὰ Στοβ. 486. 53· σπανίως μετ’ αἰτ., έξουσίαν καθ. Θεανὼ ἐν Ἐπιστ. 8. σ. 744 ἔκδ. Gal.

Greek Monolingual

καθυπερέχω (AM)
(επιτατ. του υπερέχω) είμαι πολύ ανώτερος, υπερέχω κατά πολύ («καθυπερεχόντων τῶν Κελτῶν τῆ τόλμῃ καὶ τῷ πλήθει», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) - + ὑπερ-έχω].

Russian (Dvoretsky)

κᾰθῠπερέχω: быть сильнее, превосходить (τῇ τόλμῃ καὶ τῷ πλήθει Polyb.).