στομαργία
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
ἡ,
A endless talking, Ph.2.219.
German (Pape)
[Seite 948] ἡ, = στομαλγία, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
στομαργία: ἡ, ἀτελεύτητος φλυαρία, ἀπεραντολογία, Φίλων 2. 219.