στομαργία

From LSJ
Revision as of 13:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στομαργία Medium diacritics: στομαργία Low diacritics: στομαργία Capitals: ΣΤΟΜΑΡΓΙΑ
Transliteration A: stomargía Transliteration B: stomargia Transliteration C: stomargia Beta Code: stomargi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A endless talking, Ph.2.219.

German (Pape)

[Seite 948] ἡ, = στομαλγία, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

στομαργία: ἡ, ἀτελεύτητος φλυαρία, ἀπεραντολογία, Φίλων 2. 219.

Greek Monolingual

ἡ, Α στόμαργος
ακατάσχετη φλυαρία.