πευστέον
From LSJ
Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat
English (LSJ)
(πυνθάνομαι)
A one must inquire, Pl.Sph.244b.
Greek (Liddell-Scott)
πευστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ πυνθάνομαι, δεῖ πυνθάνεσθαι, Πλάτ. Σοφιστ. 244Β.
Russian (Dvoretsky)
πευστέον: adj. verb. к πυνθάνομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πευστέον, adj. verb. van πεύθομαι of πυνθάνομαι, er moet nagevraagd worden.