χερσίτης
From LSJ
διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, perh.
A cultivator of waste land, PPetr.2p.110 (iii B. C.).
Greek Monolingual
ὁ, Α
καλλιεργητής άγονης περιοχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πολ-ίτης)].