ἀποκλαδεύω
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
A lop off the branches, Ph.Bybl. ap. Eus.PE1.10.
German (Pape)
[Seite 307] der Aeste berauben, entaften, Eusth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκλᾰδεύω: κλαδεύω, ἀποκόπτω τοὺς κλάδους, Φίλων Βύ [ἢ -Βί]βλιος παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Π. 35Α.
Spanish (DGE)
arrancar ramas de un árbol, Ph.Bybl.2.10.
Greek Monolingual
(Α ἀποκλαδεύω)
τελειώνω το κλάδεμα
αρχ.
κόβω εντελώς τα κλαδιά.