ὁμοιόρροπος

From LSJ
Revision as of 14:33, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιόρροπος Medium diacritics: ὁμοιόρροπος Low diacritics: ομοιόρροπος Capitals: ΟΜΟΙΟΡΡΟΠΟΣ
Transliteration A: homoiórropos Transliteration B: homoiorropos Transliteration C: omoiorropos Beta Code: o(moio/rropos

English (LSJ)

ον,

   A of a like tendency, γυμνάσιον Gal.6.145.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιόρροπος: -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν ῥοπήν, ἰσόρροπος, Γαλην. τ. 6, σ. 86F.

Greek Monolingual

ὁμοιόρροπος, -ον (Α)
αυτός που έχει όμοια ροπή, ισόρροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -ρροπος (< ροπή), πρβλ. ισό-ρροπος].