ἱμαντομάχος

From LSJ
Revision as of 14:33, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμαντομάχος Medium diacritics: ἱμαντομάχος Low diacritics: ιμαντομάχος Capitals: ΙΜΑΝΤΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: himantomáchos Transliteration B: himantomachos Transliteration C: imantomachos Beta Code: i(mantoma/xos

English (LSJ)

[μᾰ], ον,

   A fighting with the caestus, Orac.in Tz.H.7.422.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμαντομάχος: -ον, ὁ μὲ ἱμάντας (λωρία) μαχόμενος (πυκτεύων), Χρησμ. παρὰ Τζέτζ. Ἱστ. 7. 422.

Greek Monolingual

ἱμαντομάχος, -ον (Μ)
αυτός που αγωνίζεται με ιμάντες πυγμαχίας, ο πυγμάχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ροπαλο-μάχος, σφαιρο-μάχος].