ἀνεπίδεικτος
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
English (LSJ)
ον,
A not able to be shown, Herophil. ap. S.E.M.11.50. 2 not exhibited, IG7.3073.172 (Lebad.). 3 unsupported by proof, αἰτία Gorg.Pal.4.
German (Pape)
[Seite 224] ohne Prunk u. Schein, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίδεικτος: -ον, ἄνευ ἐπιδείξεως, Ἐρόφιλ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. Μ.11. 50.
Spanish (DGE)
-ον
1 no mostrado ἀνεπίδεικτον δὲ μηδὲν κατακλειέτω IG 7.3073.172 (Lebadea), cf. Sch.Pi.O.2.121a
•no demostrado αἰτία Gorg.B 11a.4.
2 que no puede ser enseñado σοφία Herophil. en S.E.M.11.50.
3 no ostentoso, sencillo ἀνεπίδεικτος ... καὶ ἄκομπος Isid.Pel.Ep.M.78.241A
•subst. τὸ ἀ. ausencia de ostentación Gr.Naz.M.35.1028A.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεπίδεικτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν επιδεικνύεται, δεν αγαπά την επίδειξη
αρχ.
αυτός που δεν μπορεί, δεν αξίζει να επιδειχθεί.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπίδεικτος: не выставленный напоказ Sext.