ἐκσπερματίζω

From LSJ
Revision as of 15:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκσπερμᾰτίζω Medium diacritics: ἐκσπερματίζω Low diacritics: εκσπερματίζω Capitals: ΕΚΣΠΕΡΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: ekspermatízō Transliteration B: ekspermatizō Transliteration C: ekspermatizo Beta Code: e)kspermati/zw

English (LSJ)

   A semen emitto, ἐ. σπέρμα, of a woman, conceive, LXX Nu.5.28.

German (Pape)

[Seite 779] = simplex, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκσπερματίζω: ἐκβάλλω, χύνω τὸ σπέρμα μου, καὶ ἐκσπερματιεῖ σπέρμα, ἐπὶ γυναικός, συλλαμβάνω, Ἑβδ. (Ἀριθμ. Ε΄, 28)· πρβλ. σπερματίζω.

Spanish (DGE)

hacer productiva la simiente ἐὰν δὲ μὴ μιανθῇ ἡ γυνή ... ἐκσπερματιεῖ σπέρμα si la mujer no está mancillada, concebirá LXX Nu.5.28.

Greek Monolingual

(AM ἐκσπερματίζω)
εκβάλλω σπέρμα, χύνω, αποσπερματίζω
νεοελλ.
(μέσ., -ομαι) παθαίνω στον ύπνο εκσπερμάτιση
αρχ.
(για γυναίκα) συλλαμβάνω.