ἐνευρίσκω
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English (LSJ)
A discover in, J.BJ5.13.5 (Pass.), cf. Aristid.Or.28(49).13 (dub. l.).
German (Pape)
[Seite 839] (s. εὑρίσκω), darin auffinden, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνευρίσκω: εὑρίσκω ἔν τινι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 13, 5. - ἐν Σοφοκλ. Αἴ. 1144 ὁ Hartung ἀντὶ τοῦ: ἂν ηὗρες γράφει: ἐνεῦρες, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.
Spanish (DGE)
1 encontrar, hallar τοῖς πολλοῖς γε αὐτῶν ἐνευρήσεις ... τὰς ... ἐπιθυμίας Pl.R.554d, cf. Aristid.Or.28.13, en v. pas. I.BI 5.561, ξύλοις τοῖς ἐνευρεθεῖσι τῷ χώματι Gr.Nyss.M.46.97C
•en v. med. mismo sent. ἐνευρέσθαι τι βέλτιον αὐτῷ SEG 50.276.3 (Atenas IV a.C.)
•descubrir, adivinar ἐρωτικοῦ πρὸς χρυσίον ἀνδρὸς ὄψει ... ἐνευρεῖν ἦθος descubrir en su mirada el carácter de un hombre enamorado del oro Plu.Dem.25.
2 en v. med. encontrarse en un texto τῷ τελευταίῳ τμήματι τῆς ψαλμῳδίας ἐνευρίσκονται se encuentran en la última sección del psalterio ref. ciertos salmos, Gr.Nyss.Pss.91.12.
Greek Monolingual
ἐνευρίσκω (Α)
ανακαλύπτω, βρίσκω μέσα σε κάτι.
Russian (Dvoretsky)
ἐνευρίσκω: (в чем-л.) находить, обнаруживать (Soph. - v. l. к ἂν εὖρες).